dicţionar Maghiar-Greac »

üzem înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
üzem

λειτουργία◼◼◼

εργοστάσιο◼◼◻

έργο◼◻◻

βιομηχανική εγκατάσταση◼◻◻

βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο]◼◻◻

φυτό

üzem (épület)

βιομηχανική εγκατάσταση◼◼◼

βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο]◼◼◼

üzemanyag

καύσιμο◼◼◼

καύσιμο κινητήρα

üzemanyag adalék

πρόσθετο καυσίμου

üzemanyag-alkohol

καύσιμη αλκοόλη

üzemanyag fogyasztás

κατανάλωση καυσίμου◼◼◼

üzemanyag kéntelenítése

αποθείωση (του) καυσίμου

üzemanyag összetétel

σύνθεση καυσίμου◼◼◼

üzemanyagtartály

ρεζερβουάρ◼◼◼

εγκατάσταση δεξαμενών καυσίμου

ντεπόζιτο

üzemanyagtöltő állomás

πρατήριο καυσίμων◼◼◼

πρατήριο καυσίμων/σταθμός πλήρωσης

σταθμός πλήρωσης

üzemeltetés

λειτουργία◼◼◼

επιχείρηση◼◼◻

πράξη◼◻◻

üzemeltetési adatok

δεδομένα λειτουργίας

üzemelés

λειτουργία◼◼◼

επιχείρηση◼◻◻

κίνηση◼◻◻

δράση

πράξη

üzemen kívül

εκτός λειτουργίας◼◼◼

üzemi berendezés

εξοπλισμός εργοστασίου (βιομηχανικής μονάδας)

üzemképes

επιχειρησιακός◼◼◼

üzemorvoslás

επαγγελματική ιατρική

üzemszünet

διακοπή◼◼◼

üzemzavar

βλάβη◼◼◼

bioüzemanyag

βιοκαύσιμο◼◼◼

βιογενές καύσιμο

dízel üzemanyag

πετρέλαιο ντίζελ◼◼◼

καύσιμα ντίζελ◼◼◻

12