dicţionar Maghiar-Greac »

önelégült înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
önelégült

αυτάρεσκος

κομπορρήμων

ματαιόδοξος

ψωνισμένος

ψώνιο

önelégültség

αυτοϊκανοποίηση