dicţionar Maghiar-Greac »

öl înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
feltöltés

αναφόρτωση◼◻◻

ευθύνη◼◻◻

κατηγορία◼◻◻

φορτίο◼◻◻

ανέγερση εγκατάστασης (οικοδομής)

feltöltődik

φόρτιση◼◼◼

felölel

κάλυψη◼◼◼

felöltözik

ντύνομαι (-θώ)

felöl

πανωφόρι◼◼◼

παλτό

Finn-öböl

Φινλανδικός κόλπος

flörtöl

ερωτοτροπώ

φλερτ

φλερτάρω

forrás (hidrológia, föld)

πηγή◼◼◼

Frízföld

Φρίσλαντ◼◼◼

föl

κρέμα γάλακτος◼◼◼

αφρόκρεμα

καϊμάκι

κρέμα

föld

γαίες◼◼◼

εκτάσεις◼◼◼

χώμα◼◼◻

έκταση◼◼◻

δάπεδο◼◼◻

πεδίο◼◼◻

ξηρά (dry-land) , γη (yi)◼◻◻

πυθμένας◼◻◻

χώρα◼◻◻

γήπεδο

γείωση

κτήματα

χωράφι

βυθός

γαία

γειώνω

Γη

γη

η γη, (talaj) το έδαφος, το χώμα, (telek) το κτήμα, το χωράφι

κτήμα

3456