dicţionar Maghiar-Greac »

ólom înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
ólom

μόλυβδος◼◼◼

μόλυβδος (mólyvdos)◼◼◼

αγωγός

βαρίδι

δίοδος

μολύβι

μόλυβδος/αγωγός/δίοδος

Ólom

Μόλυβδος◼◼◼

ólommentes

αμόλυβδη◼◼◼

αμόλυβδος

ólomvegyület

ένωση μολύβδου

benzin ólomtartalom törvény

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τον (για τον) μόλυβδο

vér ólomszintje

επίπεδο μολύβδου στο αίμα