dicţionar Maghiar-Greac »

ír înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
bírósági

δικαστικός◼◼◼

bírósági lépés

νομική πράξη

bírósági rendszer

δικαστικό σύστημα◼◼◼

cigarettapapír

τσιγαρόχαρτο◼◼◼

csupa nagybetűvel írandó

γράφεται όλο κεφαλαία, όλος (-η-ο)

csíra

έμβρυο◼◼◼

φύτρο◼◼◼

σπέρμα

σπόρος

csíraplazma

γενετικό υλικό/ιδιόπλασμα/βλαστικό πλάσμα

csírázik

βλασταίνω

ξεβλασταρώνω

φυτρώνω

csírázás

(εκ)βλάστηση◼◼◼

dekopírfűrész

σέγα◼◼◼

delírium

παραλήρημα◼◼◼

ντελίριο

disznózsír

λαρδί◼◼◼

drámaíró

δραματουργός

Dzsammu és Kasmír

Τζαμού και Κασμίρ

ehető zsír

βρώσιμο λίπος

elbír

(súlyt) σηκώνω (-σω), (elvisel) αντέχω (-ξω)

παίρνω

elkaptam egy vírust

κόλλησα έναν ιό

elsőfokú bíróság

το πρωτοδικείο◼◼◼

elírás

σφάλμα◼◼◼

előírás

κανονισμός◼◼◼

ασφάλεια◼◼◼

ρύθμιση◼◼◻

η προδιαγραφή◼◼◻

πολιτική◼◼◻

δικαιώματος◼◼◻

κανόνας◼◻◻

συνταγή◼◻◻

παραγραφή

Emberi Jogok Európai Bírósága

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

emír

εμίρης◼◼◼

emírség

εμιράτο◼◼◼

enterovírus

εντεροϊός

Európai Bíróság

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ)◼◼◼

2345