dicţionar Maghiar-Greac »

érzék înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
érzék

έννοια

αίσθηση

αισθάνομαι

νόημα

σημασία

érzékel

αίσθηση◼◼◼

érzékelhető

αισθητός◼◼◼

érzékelés

ανίχνευση◼◼◼

αντίληψη◼◼◻

εντοπισμός◼◻◻

έννοια◼◻◻

αίσθηση◼◻◻

όραση◼◻◻

συναίσθημα

φώραση

érzékelés/bemérés

ανίχνευση

εντοπισμός

φώραση

érzékelő

αισθητήρας◼◼◼

ανιχνευτής◼◼◻

ευαίσθητος

érzékeny

ευαίσθητος (-η-ο)◼◼◼

γρήγορα◼◻◻

ενδεχόμενος◼◻◻

érzékenység

ευαισθησία◼◼◼

ταχύτητα

érzéketlen

ανάλγητος

érzéketlenség

αναισθησία◼◼◼

érzékszerv

αισθητήριο όργανο

érzékszervi tulajdonság

οργανοληπτική ιδιότητα

hatodik érzék

έκτη αίσθηση

hetedik érzék

διαισθηση

humorérzék

η αίσθηση του χιούμορ

környezeti érzékelés/felfogás

περιβαλλοντική αντίληψη

lisztérzékenység

κοιλιοκάκη◼◼◼

távérzékelés

τηλεανίχνευση◼◼◼

távérzékelő központ

κέντρο τηλεανίχνευσης

vérzékenység

αιμοφιλία

ökológiailag érzékeny terület

οικολογικά ευαίσθητη περιοχή