dicţionar Maghiar-Greac »

érint înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
érint

κάλυψη◼◼◼

επαφή◼◼◼

κάλυμμα◼◻◻

αίσθηση

άγγιγμα

άπτομαι

αγγίζω

ακουμπώ

αφή

θίγω

πιάνω

συγκινώ

érinteni

άγγιγμα

να αγγίζεις

érintetlen

παρθένος◼◼◼

άθικτος◼◼◻

ανέπαφος

απασπάτευτος

érintettség

συμμετοχή◼◼◼

εμπλοκή◼◼◼

ανάμειξη◼◼◻

érintkezik

επαφή◼◼◼

γνωρίζω◼◻◻

érintkezés

επαφή◼◼◼

επικοινωνία◼◻◻

εμπόριο◼◻◻

σύνδεση◼◻◻

ανακοίνωση

σύνδεσμος

érintés

επαφή◼◼◼

άγγιγμα◼◼◻

αγγίζω

érintő

εφαπτομένη◼◼◼

ανήσυχος◼◻◻

érintőképernyő

οθόνη αφής◼◼◼

ez téged nem érint

αυτό εσένα δεν σε αφορά

megérint

επαφή◼◼◼

άγγιγμα

άπτομαι

αγγίζω

12