dicţionar Maghiar-Greac »

éget înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
éget

καύση◼◼◼

έγκαυμα

καίω

éget, ég (→ καίγομαι

καίω (κάψω)

égetés

καύση◼◼◼

ανάφλεξη

αποτέφρωση/καύση

égetési maradék

υπόλειμμα αποτέφρωσης

égetőmű

αποτεφρωτής◼◼◼

a félreértések elkerülése végett

για να μην υπάρξει καμία παρεξήγηση

baja esik, (el)szenved, (betegséget) kap

παθαίνω (πάθω)

eléget

καύση◼◼◼

έγκαυμα

καίω

égetés

χαμηλή πυρκαγιά

hulladékégetés

αποτέφρωση◼◼◼

αποτέφρωση των αποβλήτων◼◻◻

hálásak vagyunk a segítségetekért

είμαστε ευγνώμονες για τη βοήθειά σας

hívja a rendőrséget!

κάλεσε την αστυνομία!

kapcsolt égetés

μικτή αποτέφρωση

kaphatunk egy kis segítséget a csomagok lehordásához?

θα μπορούσαμε να έχουμε βοήθεια με το να κατεβάσουμε τις βαλίτσες;

kér segítséget a csomagok cipeléséhez?

θα θέλατε μήπως βοήθεια με τις βαλίτσες σας;

megéget

καίω

megégettem magam

κάηκα

nagy égetőmű

μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες

Nikosz segítséget kért tőlem

ο Νίκος μου ζήτησε βοήθεια

sebességet váltani

να αλλάζεις ταχύτητα

szabályozott égetés

ελεγχόμενη καύση

utóégetés

μετάκαυση◼◼◼

érez égett szagot?

σου μυρίζει καμμένο;