dicţionar Maghiar-Greac »

át înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
át

μέσα από◼◼◼

δια μέσου◼◼◻

κατά πλάτος◼◻◻

(térben) μέσα από, μέσω (+ birtokos eset)

απέναντι

για

διαμέσου

κατακορύφως

μέσω

μετά

περί

át fog haladni néhány vasúti sínen

θα διασταυρώσετε τις ράγες του τραίνου

át tudna utalni1000 fontot a folyószámlámról a letéti számlámra?

μπορείτε να μεταφέρετε 1000 λίρες από τον τρεχούμενο λογαριασμό μου στο λογαριασμό κατάθεσης;

átad

έκθεση◼◼◼

άδεια◼◼◻

αναφορά◼◼◻

πάσα◼◻◻

αποκεντρώνω

παραδίδω

átadás

παράδοση◼◼◼

διανομή◼◻◻

παρουσίαση◼◻◻

οι συστάσεις◼◻◻

átalakul

μεταμορφώνομαι (-θώ), μετασχηματίζομαι (-στώ), αλλάζω (-ξω)

átalakulás

μετασχηματισμός◼◼◼

átalakítás

μετατροπή◼◼◼

átalakító

μετασχηματιστής◼◼◼

átcsoportosít

μεταφορά◼◼◼

átdolgoz

διασκευάζω (-σω)

átenged

παραχωρώ (-ήσω)

áteresztőképesség

διαμεταγωγή

átfed

επικάλυψη◼◼◼

átfedés

επικάλυψη◼◼◼

átfogó

περιεκτικός◼◼◼

υποτείνουσα

átgondolt

εσκεμμένος

áthalad

διασχίζω

áthaladás

διέλευση◼◼◼

πέρασμα◼◻◻

áthatolhatatlan

αδιαπέραστος

12