dicţionar Maghiar-Greac »

árul înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
árul

πουλώ (-άω, -ήσω)

προδίδω

áruld el, mit szeretnél!

έλα, πες μου τι θέλεις!

árulnak ...?

πουλάτε...;

árulnak napszemüvegeket?

πουλάτε γυαλιά ηλίου;

árulás

προδοσία

áruló

δοσίλογος

προδοτικός

προδότης (ο)

a város sok pénzzel járult hozzá az építkezéshez

ο δήμος συνεισέφερε πολλά λεφτά στην οικοδομή, (jóváhagy) συναινώ (-έσω), εγκρίνω (+tárgyeset vmihez)

elnézést, mi nem árulunk

συγγνώμη δεν πουλάμε

elárul

αποκαλύπτω

προδίδω (προδώσω)

φανερώνω

elárultad a barátaidat!

πρόδωσες τους φίλους σου!

hozzájárul

συγκατάθεση◼◼◼

συναίνεση◼◼◻

συναινώ◼◻◻

(elősegít) συμβάλλω (συμβάλω)

εισφέρω

συμβάλλω

συνδράμω

συνεισφέρω

συντελώ

hozzájárul, elősegít

συμβάλλω (συμβάλω)

hozzájárulás

συνεισφορά◼◼◼

συνδρομή◼◼◼

εισφορά◼◼◻

συνεργασία◼◼◻

διανομή◼◻◻

υπογραφή◼◻◻

επιβεβαίωση◼◻◻

(vmi elősegítése) η συμβολή, (anyagi) η συνεισφορά, (jóváhagyás) η συναίνεση, η έγκριση

járulék

η εισφορά◼◼◼

συνεισφορά◼◼◻

συνεργασία◼◻◻

járulék fizetés

καταβολή των εισφορών

járulékos

παράρτημα◼◼◼

εγγύηση◼◼◻

βοηθητικός◼◻◻

12