dicţionar Maghiar-Greac »

ápol înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
ápol

φροντίζω

ápolás

φροντίδα◼◼◼

νοσοκομειακά◼◻◻

ápoló

νοσοκόμος◼◼◼

νοσηλευτής◼◼◻

θηλάζω

νοσηλεύτρια

νοσοκόμα

παραμάνα

ápoló (m)

νοσοκόμος (nosokomos)◼◼◼

νοσηλευτής (nosileftis)◼◼◻

νοσηλεύτρια (nosileftria)

νοσοκόμα (nosokoma)

ápolónő

νοσοκόμος◼◼◼

αδελφή

η νοσοκόμα

θηλάζω

νοσηλευτής

νοσηλεύτρια

νοσοκόμα

παραμάνα

ápolónő (f)

νοσοκόμος (nosokomos)◼◼◼

νοσηλευτής (nosileftis)

νοσηλεύτρια (nosileftria)

νοσοκόμα (nosokoma)

betegápoló

νοσοκόμος◼◼◼

I. konstantinápolyi zsinat

Πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης

Konstantinápoly

Κωνσταντινούπολη

Κωνσταντινούπολη (Konstantinoúpoli)

Konstantinápoly, Isztambul

Κωνσταντινούπολη (η)

kápolna

παρεκκλήσιο◼◼◼

εκκλησάκι

παρεκκλήσι

lábápolás

πεντικιούρ

mentőápoló

παραϊατρικό προσωπικό◼◼◼

nápolyi

ναπολιτάνικος◼◼◼

ναπολιτάνικα

Ναπολιτάνος

Sixtus-kápolna

Καπέλα Σιξτίνα

testápoló krém

ενυδατική κρέμα