dicţionar Maghiar-Greac »

állam înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
állami tulajdonú víz

χωρικά ύδατα

(állami) támogatás

επίδομα

επιδότηση

επιχορήγηση

állami vizsgálat

δημόσια ερώτηση/ερωτήσεις που υποβάλλονται από το κοινό

állami víziút terület

τομέας δημόσιας ναυσιπλοΐας

államkincstár

θησαυροφυλάκιο◼◼◼

πλούτος

államosít

κρατικοποιώ

államosítás

εθνικοποίηση (κρατικοποίηση)◼◼◼

κρατικοποίηση◼◻◻

állampolgár

υπήκοος◼◼◼

πολίτης◼◼◻

κάτοικος◼◼◻

αντικείμενο◼◻◻

θέμα◼◻◻

υποκείμενο◼◻◻

υποκείμενος◼◻◻

állampolgári jogok

δικαιώματα του πολίτη

állampolgári kezdeményezés

πρωτοβουλία πολιτών◼◼◼

állampolgári tudatosság

πολιτική συνείδηση

állampolgárság

ιθαγένεια◼◼◼

υπηκοότητα◼◼◼

εθνικότητα◼◼◻

államszövetség

συνομοσπονδία◼◼◼

ομοσπονδία◼◻◻

államtitkár

γραμματέας◼◼◼

υπουργός◼◼◼

államügyész

εισαγγελέας◼◼◼

κατήγορος

államügyészi hivatal

εισαγγελία

Amerikai Egyesült Államok

Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής◼◼◼

United States◼◼◼

Η.Π.Α.

Benelux államok

Μπενελούξ

Egyesült Államok

Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής◼◼◼

egyesült államokbeli

Αμερικανός

eu állampolgárok

πολίτες εε

Független Államok Közössége

Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών◼◼◼

Iszlám Állam

Ισλαμικό Κράτος◼◼◼

123