dicţionar Maghiar-Greac »

álló înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
álló

πυρίμαχος◼◼◼

istálló

στάβλος◼◼◼

ευσταθής

jótálló

εγγυητής◼◼◼

εγγύηση

kiálló

εμφανής◼◼◼

következő megálló

η επόμενη στάση

különálló

επί μέρους◼◼◼

ξεχωριστός◼◼◼

χωριστός◼◼◻

χωρίζω

láthatnám az útlevelét és a beszállókártyáját, kérem?

μπορώ να δω το διαβατήριο και την κάρτα επιβίβασης;

megálló

στάση◼◼◼

στάση (η, tsz. -εις)◼◼◼

παύω

σταματώ

στοπ

megállóhely

σταματώ

melyik megállónál szálljunk le?

σε ποια στάση να κατέβουμε;

mi a következő megálló?

ποιά είναι η επόμενη στάση / ποιός είναι ο επόμενος σταθμός;

rovarölőszer ellenálló képessége

ανθεκτικότητα των φυτοφαρμάκων

szabad, szabadonálló

ελεύθερος (-η-ο)

szállópernye

ιπτάμενη τέφρα

tűzálló

πυρίμαχος◼◼◼

αλεξίπυρος

tűzálló szer

πυρίμαχο (πυράντοχο) μέσο

vízálló

αδιάβροχο◼◼◼

αδιάβροχος◼◼◻

στεγανός◼◻◻

υδατοστεγής◼◻◻

önálló

αυτοτελής◼◼◼

αυτόνομος◼◼◼

ανεξάρτητος◼◼◼

önállóság

ανεξαρτησία◼◼◼

útonálló

ληστής

12