Greacă | Maghiară |
---|---|
δισφαινόλη | biszfenol◼◼◼ |
δομή της απασχόλησης | |
ενασχόληση | foglalkozás◼◼◼ |
επίπτωση στο επίπεδο απασχόλησης | |
η πόλη που μένουμε | |
θα ήθελα να μείνω στο κέντρο της πόλης | |
ιστορικό απασχόλησης | |
κάπου όχι πολύ μακριά από το κέντρο της πόλης | |
κέντρο της πόλης | városközpont◼◼◼ |
καθ' όλη τη διάρκεια | végig◼◼◼ |
καύσιμη αλκοόλη | |
Κεμπέκ (πόλη) | |
κουτσομπόλης | |
Κράτος της πόλης του Βατικανού | Vatikán◼◼◼ |
Λουξεμβούργο (πόλη) | Luxembourg◼◼◼ |
μεθανόλη | metilalkohol◼◼◼ faszesz◼◻◻ |
μερικής απασχόλησης | |
ξυλιτόλη | xilit◼◼◼ xilitol◼◻◻ |
οι Τούρκοι πήραν/κατέλαβαν/κατάκτησαν την πόλη | |
ολικής απασχόλησης | |
ονειροπόλημα | |
Ουτρέχτη (πόλη) | Utrecht◼◼◼ |
παρακεταμόλη | paracetamol◼◼◼ |
πενταχλωροφαινόλη (PCP) | |
περιοχή δημόσιου κήπου στο κέντρο της πόλης | |
ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να μετακινηθώ μέσα στην πόλη; | |
προπανόλη | propanol◼◼◼ |
πρωινό όλη μέρα | |
πρόληψη | megelőzés◼◼◼ tilalom◼◻◻ |
πρόληψη (αποφυγή) των επιπτώσεων | |
πρόληψη (αποφυγή) φυσικών κινδύνων | |
πρόληψη καταστροφής(ών) | |
πρόληψη κινδύνου | |
πρόληψη της ζημίας (βλάβης) | |
πρόληψη της ρύπανσης |