Greacă | Maghiară |
---|---|
χέρι | kézírás◼◼◼ rész◼◼◼ kar◼◼◻ segítség◼◼◻ ellenőrzés◼◼◻ irány◼◼◻ kézfej◼◻◻ oldal◼◻◻ aláírás◼◻◻ |
χέρι (chéri) | kar◼◼◼ |
χέρια | kéz◼◼◼ |
γουδοχέρι | mozsártörő◼◼◼ |
δεξί χέρι | jobb kéz◼◼◼ |
δεύτερο χέρι | |
κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει | |
κουνώ (-άω, -ήσω) τα χέρια | |
μου πέφτει (-σει) (από τα χέρια) | |
πρόσεχε να μη σου πέσει το τηλέφωνο (από τα χέρια)! | |
σπάει/σπάζει (-σει), eltörött a kezem έσπασα το χέρι μου | |
σπασμένο (κόκκαλο / χέρι / πόδι) | |
το χέρι | kéz◼◼◼ |