Greacă | Maghiară |
---|---|
συνέχεια | folytonosság◼◼◼ folyamatosan◼◼◻ kontinuitás◼◻◻ |
συνέχεια, όλο | |
ασυνέχεια | szakadás◼◼◼ |
η συνέχεια | folytatás◼◼◼ |
θα είχες περισσότερο χρόνο για διάβασμα αν δεν έβλεπες συνέχεια τηλεόραση | |
σε συνέχεια της συζήτησης μας, χαίρομαι να επιβεβαιώσω τη συνάντηση μας στις 9.30 π.μ την τρίτη, 7 ιανουαρίου. | a beszélgetésünkre hivatkozva szeretném megerősíteni a találkozónkat január 7-e, kedd reggel 9.30-ra. |