dicţionar Greac-Maghiar »

στη înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
ευαγγελιστής

evangélista

εύγευστη , εύγευστο

finom

εύγευστος , εύγευστη , εύγευστο

ízletes

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ)

Európai Bíróság◼◼◼

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Emberi Jogok Európai Bírósága

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα

Európai Monetáris Rendszer◼◼◼

ευχαριστήθηκα πολύ τη διαμονή μου

én nagyon élveztem az ittlétet

ευχαριστηθήκαμε πολύ τη διαμονή μας

mi nagyon élveztük az ittlétünket

ευχαριστημένος

boldog

elégedett

ευχαριστημένος (-η-ο) (+ από/με vmivel), ικανοποιημένος-η-ο (+ από/με vmivel)

elégedett

ευχαριστήρια

köszönet

ευχαρίστηση

öröm◼◼◼

élvezet

gyönyör

gyönyörűség

kéj

ευχαρίστηση (eucharístēsē) , απόλαυση (apolafsē) , τέρψη (terpse) , ηδονή (hedoné)

gyönyörűség

ευχάριστος / ευχάριστη / ευχάριστο

kellemes

εφαρμοσμένες επιστήμες

alkalmazott tudomány◼◼◼

έχει πέσει το σύστημα αυτή τη στιγμή

a rendszer nem működik jelenleg

έχετε δοκιμαστήριο;

van próbafülkéjük?

έχετε ένα απόστημα

van egy tályogod

έχετε κάρτα του καταστήματος;

van hűségkártyája?

έχω αρρωστήσει

megbetegedtem

έχω δυσκολία στην αναπνοή

problémáim vannak a légzésemmel

ζαχαροπλάστης

cukrász◼◼◼

ζέστη

meleg◼◼◼

hőség◼◻◻

forróság

ζέστη (η)

meleg, hőség: κάνει ζέστη meleg van

ζεστή σοκολάτα

forró csoki

forró csokoládé

ζεστός / ζεστή / ζεστό

meleg

ζώο ανθεκτικό στην ξηρασία

igavonó állat

η αντιπολίτευση ασκεί πίεση στην κυβέρνηση

az ellenzék nyomást gyakorol a kormányra

η απόλαυση, η ευχαρίστηση

élvezet

η Βουδαπέστη

Budapest◼◼◼

η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

az Európai Unióba történő belépésünk

91011