Greacă | Maghiară |
---|---|
πρώτη | első◼◼◼ alacsony◼◼◻ egyes◼◻◻ |
πρώτη κατηγορία | első osztály◼◼◼ |
Πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης | |
Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας | |
πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας | |
πρώτη ύλη/πρώτες ύλες | |
(κατ)ανάλωση πρώτης ύλης (πρώτων υλών) | |
ανανεώσιμη πρώτη ύλη | |
για πρώτη φορά | legelőször◼◼◼ |
είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι εδώ; | |
εικοστός-πρώτος / εικοστή-πρώτη / εικοστό-πρώτο | |
εκ πρώτης όψεως | első látásra◼◼◼ |
εξασφάλιση πρώτης ύλης | |
πρωτοβάθμια (πρώτη) επεξεργασία | |
πρώτα, (első alkalommal) πρώτη φορά | először◼◼◼ |
πως είστε; (επίσημη έκφραση που χρησιμοποιείτεαι όταν γνωρίζετε κάποιον για πρώτη φορά, η σωστή απάντηση στα αγγλικά είναι: how do you do?) | hogy van? (ismeretlen emberrel való találkozásnál feltett formális kérdés; amire a helyes válasz how do you do?) |
πόσο κοστίζει η σφραγίδα πρώτης κατηγορίας; |