dicţionar Greac-Maghiar »

παράσιτο înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
παράσιτο

élősködő◼◼◼

παράσιτο (βλαβερός οργανισμός) του δάσους

erdő kártevő

παράσιτο/ζιζάνιο/επιζωοτία/λοιμός/πανώλης

rovarkártevő