Greacă | Maghiară |
---|---|
ματιά | pillantás◼◼◼ |
ματιά (η) | pillantás◼◼◼ |
για ρίξε μια ματιά στο ψυγείο μήπως είναι εκεί! (beugrik vhova) περνώ (-άω, περάσω) | |
δαγκωματιά | |
θα ήθελα να ρίξω μια ματιά σε αυτό το ακίνητο | |
λαβωματιά | |
μπορώ να ρίξω μια ματιά | |
μπορώ να του ρίξω μια ματιά; | |
ντοματιά | |
ρίχνω (ρίξω) μια ματιά | |
ρεματιά |