dicţionar Greac-Maghiar »

μάρκετινγκ înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
μάρκετινγκ

marketing◼◼◼

értékesítés◼◼◻

εμπορία/διάθεση στην αγορά/αγοραστική (μάρκετινγκ)

marketing

οικολογικό μάρκετινγκ (οικολογική αγοραστική)

ökopiaci tevékenység