dicţionar Greac-Maghiar »

λιβάδι înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
λιβάδι

kaszáló

legelő

λειμώνας/λιβάδι

rét

το λιβάδι, το βοσκοτόπι

legelő

χορτο(ποο-)λιβαδική έκταση/λιβάδι/βοσκότοπος/λειμώνας

füves terület