Greacă | Maghiară |
---|---|
κυκλοφορία | keringés◼◼◼ körforgás◼◼◻ cirkuláció◼◼◻ vérkeringés◼◻◻ |
κυκλοφορία (η) | forgalom◼◼◼ |
κυκλοφορία (όρος της λιμνολογίας) | |
κυκλοφορία [όρος της λιμνολογίας] | |
κυκλοφορία μεγάλων αποστάσεων/υπεραστική κυκλοφορία | |
κυκλοφορία οχημάτων μεταφοράς βαρέων φορτίων | |
κυκλοφορία στους ωκεανούς | |
κυκλοφορία του αίματος | véráram◼◼◼ |
(οδική) κυκλοφορία/κίνηση | |
απαγόρευση κυκλοφορίας | |
ατμοσφαιρική κυκλοφορία/κυκλοφορία ατμόσφαιρας | |
αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας | |
αυτοκινητόδρομος/οδός ταχείας κυκλοφορίας | |
βγήκε στην κυκλοφορία, η κίνηση | |
δίκαιο της εναερίου κυκλοφορίας | |
διάδρομος/δίοδος/άξονας/λωρίδα (κυκλοφορίας) | |
ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας | |
ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου (κεφαλαίων) | |
εναέρια κυκλοφορία | |
εναέρια κυκλοφορία πολιτικής αεροπορίας | |
ζώνη κυκλοφορίας πεζών | |
η κυκλοφορία, η κίνηση | |
θόρυβος κυκλοφορίας | |
πινακίδα κυκλοφορίας | |
σιδηροδρομική κυκλοφορία | |
στρατιωτική εναέρια κυκλοφορία/εναέρια κυκλοφορία | |
ταχεία κυκλοφορία | |
τοπική κυκλοφορία (τροχοφόρων) |