dicţionar Greac-Maghiar »

κατάρτιση înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
κατάρτιση

megfogalmazás◼◼◼

utasítás◼◼◼

tanítás◼◼◻

κατάρτιση/άσκηση

képzés

αρχική κατάρτιση

kezdeti képzés◼◼◼

κέντρο κατάρτισης/ΙΕΚ

képzési központ

περιβαλλοντική κατάρτιση/κατάρτιση σε θέματα

környezeti képzés

προτυποποίηση/κατάρτιση (διαμόρφωση) μοντέλου

modellezés