dicţionar Greac-Maghiar »

καίγομαι (καώ, κάηκα) (anyagilag) μένω (μείνω) από λεφτά, (mások előtt) γίνομαι (γίνω) ρεζίλι înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
καίγομαι (καώ, κάηκα) (anyagilag) μένω (μείνω) από λεφτά, (mások előtt) γίνομαι (γίνω) ρεζίλι

leég