Greacă | Maghiară |
---|---|
δύο | két◼◼◼ kettő◼◼◻ kettes◼◻◻ |
δύο (2) | kettő (2)◼◼◼ |
δύο (dýo) | két◼◼◼ kettő◼◼◻ |
δύο χιλιάδες | kétezer◼◼◼ |
ανάμεσα στα δύο κτίρια / μεταξύ των δύο κτιρίων | |
αναδύομαι | |
δεν μπορώ να κάνω δύο πράγματα ταυτόχρονα (hirtelen) ξαφνικά | |
είκοσι δύο | |
είκοσι δύο (22) | |
είκοσι δύο (eíkosi dýo) | |
είκοσι-δύο | |
εβδομήντα δύο | |
ενενήντα δύο | |
εξήντα δύο | |
να παίρνεις δύο από αυτά τα χάπια τρεις φορές την ημέρα | |
ογδόντα δύο | |
πάνω από δύο χρόνια | |
πέρασα δύο μέρες στο Παρίσι | |
πενήντα δύο | |
σαράντα δύο | |
τελευταία αναγγελία για τον επιβάτη κ. σμιθ στην πτήση για μαιάμι, παρακαλώ να προσέρθει το γρηγορότερο δυνατόν στην έξοδο τριαντα δύο | utolsó hívás a miami-ba utazó smith nevű utasnak, kérjük haladéktalanul fáradjon a 32-es kapuhoz |
τριάντα δύο | |
υποδύομαι |