dicţionar Greac-Maghiar »

δοτική înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
δοτική

részeshatározó

Δοτική

Részes eset

μεταδοτική ασθένεια

ragály◼◼◼

οικονομική βοήθεια/χρηματοδοτική υποστήριξη (παρέμβαση)

pénzügyi segély

χρηματική συνεισφορά/χρηματοδοτική συμμετοχή

pénzügyi hozzájárulás

χρηματοδοτική ενίσχυση

pénzügyi támogatás◼◼◼