dicţionar Greac-Maghiar »

διάβρωση înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
διάβρωση

korrózió◼◼◼

Διάβρωση

Talajerózió◼◼◼

διάβρωση/οξίδωση

korrózió

αντιδιαβρωτικό (μέσο)/αναστολέας (ανασχετικό) διάβρωσης

korróziógátló anyag

προστασία από τη διάβρωση/έλεγχος της διάβρωσης

erózió ellenőrzése

χημική διάβρωση/χάραξη/χαρακτική με οξύ

maratás