dicţionar Greac-Maghiar »

αστικός înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
αστικός

polgári◼◼◼

városi◼◼◼

αηδιαστικός

gusztustalan

undorító

αναγκαστικός

kötelező◼◼◼

αναγκαστικός νόμος/νόμος προσωρινής ισχύος

vészhelyzet törvény

δελεαστικός

csábító

διαδικαστικός

eljárási◼◼◼

διαδραστικός

interaktív◼◼◼

διαπεραστικός

éles

διασκεδαστικός

vicces

δικαστική απόφαση/δικαστικός κανόνας

jogi szabály

δικαστικός

bírósági◼◼◼

bíró◼◼◻

jog◼◼◻

igazságügyi◼◻◻

bírói

δοκιμαστικός

vizsgálat◼◼◼

kísérlet◼◻◻

teszt◼◻◻

tesztel◼◻◻

próba

δοκιμαστικός σωλήνας

kémcső◼◼◼

ελαστικός

rugalmas◼◼◼

θηλαστικός

emlős

κατασκευαστικός

építés◼◼◼

κατασκευαστικός εξοπλισμός/μηχανήματα εργοταξίου

építőipari berendezés

κουραστικός (-ή-ό)

fárasztó

μοναστικός

szerzetes

szerzetesi

ντροπιαστικός

ciki

kínos

οξύς (διαπεραστικός) θόρυβος

lökésszerű/impulzus zaj

ουσιαστικός

alapvető◼◼◼

lényeges◼◼◻

valódi◼◼◻

alapos◼◻◻

való◼◻◻

tekintélyes

ουσιαστικός (-ή-ό)

lényeges◼◼◼

12