Greacă | Maghiară |
---|---|
αστικός | polgári◼◼◼ városi◼◼◼ |
αηδιαστικός | |
αναγκαστικός | kötelező◼◼◼ |
αναγκαστικός νόμος/νόμος προσωρινής ισχύος | |
δελεαστικός | |
διαδικαστικός | eljárási◼◼◼ |
διαδραστικός | interaktív◼◼◼ |
διαπεραστικός | |
διασκεδαστικός | |
δικαστική απόφαση/δικαστικός κανόνας | |
δικαστικός | bírósági◼◼◼ bíró◼◼◻ jog◼◼◻ igazságügyi◼◻◻ |
δοκιμαστικός | vizsgálat◼◼◼ kísérlet◼◻◻ teszt◼◻◻ tesztel◼◻◻ |
δοκιμαστικός σωλήνας | kémcső◼◼◼ |
ελαστικός | rugalmas◼◼◼ |
θηλαστικός | |
κατασκευαστικός | építés◼◼◼ |
κατασκευαστικός εξοπλισμός/μηχανήματα εργοταξίου | |
κουραστικός (-ή-ό) | |
μοναστικός | |
ντροπιαστικός | |
οξύς (διαπεραστικός) θόρυβος | |
ουσιαστικός | alapvető◼◼◼ lényeges◼◼◻ valódi◼◼◻ alapos◼◻◻ való◼◻◻ |
ουσιαστικός (-ή-ό) | lényeges◼◼◼ |