dicţionar Greac-Maghiar »

αέριο înseamnă în Maghiară

GreacăMaghiară
αέριο

gáz◼◼◼

benzin◼◼◻

főzőlap◼◻◻

fűtőgáz◼◻◻

bélgáz

gázpedál

szél

αέριο (που προκαλεί το φαινόμενο) του θερμοκηπίου

üvegházhatású gáz

αέριο (το)

gáz◼◼◼

αέριο εξάτμισης (καυσαέριο) αυτοκινήτου οχήματος

gépjármű kipufogógáz

αέριο του θερμοκηπίου

üvegházhatású gáz◼◼◼

αέριο χώρου ταφής απορριμμάτων

hulladéklerakó gáz

αέριος ρύπος

légszennyező anyag

έρευνα (διερεύνηση) για φυσικό αέριο

földgázkutatás

βιοαέριο/αέριο από τη ζύμωση αποβλήτων

biogáz

εθνικός εναέριος χώρος

légtér◼◼◼

εκρηκτικό αέριο

sújtólég◼◼◼

εναέριος

légi◼◼◼

καυσαέριο

gáz◼◼◼

égési gáz

καυσαέριο/αέριο εξάτμισης

kipufogógáz

μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο

gáztüzelésű erőmű

υγροποιημένο αέριο

cseppfolyósított gáz◼◼◼

Φυσικό αέριο

Földgáz◼◼◼