ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Fes csillagkép

Οκρίβας

fesbuzér

ριζάρι

fesi

γραφικός

fesművész

καλλιτέχνης

μπογιατζής

fesművészet

ζωγραφική

fesszakma

επιχειρήσεις (κλάδος) βαφής

fesállvány

καβαλέτο

fize

αμοιβή◼◼◼

fizeeszköz

νόμισμα◼◼◼

μετρητά◼◼◻

fizeképes

φερέγγυος◼◼◼

διαλύτης

fizeképesség

φερεγγυότητα◼◼◼

fizeképtelenség

αφερεγγυότητα◼◼◼

foltos kehal

βακαλάοι

fontos, jelens

σπουδαίος (-α-ο)

foszfáthelyettesí

υποκατάστατο φωσφορικών αλάτων

frissí

δροσιστικός

frissí ital

δροσιστικό ποτό

félreveze

παραπλανητικός◼◼◼

félreértheség

αμφισημία◼◼◼

félreértés, sérdés

παρεξήγηση (η, tsz. -εις)

Félveze

Ημιαγωγός◼◼◼

függ vml

εξαρτώμαι (εξαρτηθώ)

Főnix (egyértelműsí lap)

Φοίνικας

főszerkesz

αρχισυντάκτης◼◼◼

αρχισυντάκτρια◼◻◻

θέρμανση◼◼◼

θερμαστής

πυροσβέστης

berendezés

θερμαντήρας/αερόθερμο/θερμάστρα

gáz

αέριο◼◼◼

telep

μονάδα θέρμανσης

test

καλοριφέρ◼◼◼

το καλοριφέρ

ventilátor

αερόθερμο◼◼◼

érték

θερμαντική αξία◼◼◼

golfü

μπαστούνι του γκολφ

grillsü

μπάρμπεκιου◼◼◼

4567

Το ιστορικό σας