ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

orális σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
orális

προφορικός

Orális szex

Στοματικό σεξ

litorális

παράκτιος

παράκτιος/παράλιος

παράλιος

litorális/parti

παράκτιος

παράκτιος/παράλιος

παράλιος

morális

ηθικός◼◼◼

Το ιστορικό σας