ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

korom σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
korom

καπνιά◼◼◼

hozzászoktam, hogy már kiskorom óta Lacikának hívnak

συνήθισα να με φωνάζουν Βασιλάκη από μικρός

Το ιστορικό σας