ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

belégzés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
belégzés

εισπνοή◼◼◼

azbesztrészecskék belégzése okozta betegség

αμιαντίαση/πνευμονοκονίωση εξ αμιάντου

Το ιστορικό σας