ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bőség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bőség

αφθονία◼◼◼

bőséges

άφθονος

ανεξάντλητος

ευρύς

μπόλικος

ökológiai bőség/gazdagság

οικολογική αφθονία

Το ιστορικό σας