ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tüskés

εχινόδερμα◼◼◼

velúrr

σουέτ

ökológiai ség/gazdagság

οικολογική αφθονία

123

Το ιστορικό σας