Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
νοσοκόμος (nosokomos)▼◼◼◼
νοσηλευτής (nosileftis)▼
νοσηλεύτρια (nosileftria)▼
νοσοκόμα (nosokoma)▼
↑