ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(cipel) κουβαλώ (-άω, -ήσω), (visel) φορώ (-άω, -έσω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(cipel) κουβαλώ (-άω, -ήσω), (visel) φορώ (-άω, -έσω)

hord