ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(συσκευή παραγωγής ακτίνων) λέιζερ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(συσκευή παραγωγής ακτίνων) λέιζερ

lézer