ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
χρονικό | |
χρονικό διάστημα | idő◼◼◼ |
χρονικός | időbeli◼◼◼ idő◼◼◻ |
δε θα φανώ για κάποιο χρονικό διάστημα, az előadás ideje alatt κατά τη διάρκεια της διάλεξης | |
κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, (időtartam) το (χρονικό) διάστημα, η διάρκεια | |
χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |