ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
φορείο | |
(αστικό) λεωφορείο | autóbusz◼◼◼ |
αυτό το λεωφορείο σταματάει ...; | |
διαστημικό λεωφορείο | |
δρομολόγιο λεωφορείου | |
κατέβα και πάρε το λεωφορείο 2! | |
λεωφορείο | autóbusz◼◼◼ |
λεωφορείο (leoforeío) | busz◼◼◼ |
μπορώ να αγοράσω το εισητήριο μέσα στο λεωφορείο; | |
να ανέβω στο λεωφορείο | |
να κατέβω από το λεωφορείο | |
νυχτερινό λεωφορείο | |
οδηγός λεωφορείου | |
στάση λεωφορείου | buszmegálló◼◼◼ |
τι ώρα είναι το επόμενο λεωφορείο για...; | |
το λεωφορείο | autóbusz◼◼◼ |
το λεωφορείο πέρασε |