ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σύμπτυξη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σύμπτυξη

tömörítés

(συμ)πύκνωση/συμπίεση/σύμπτυξη/κυλίνδρωση

tömörítés

Το ιστορικό σας