ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πυρηνικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πυρηνικός

nukleáris◼◼◼

πυρηνικός κίνδυνος

nukleáris veszély

πυρηνικός κίνδυνος/κίνδυνος από τα πυρηνικά

nukleáris veszély

πυρηνικός σταθμός

atomerőmű◼◼◼

πυρηνικός σταθμός ενέργειας

atomerőmű

θερμοπυρηνικός

termonukleáris◼◼◼