ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πρίσμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πρίσμα

prizma◼◼◼

hasáb

Πρίσμα (οπτική)

Prizma◼◼◼