ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
αποκαθιστώ | |
αποκαλούμενος | úgynevezett◼◼◼ |
αποκαλύπτουν | mutatják◼◼◼ |
αποκαλύπτω | |
αποκαλύπτω (-ψω) | |
αποκαλύφθηκε η διαφθορά | |
αποκάλυψη | felismerés◼◼◼ |
Αποκάλυψη του Ιωάννη | |
αποκατάσταση | javítás◼◼◻ felújítás◼◼◻ helyreállás◼◻◻ visszanyerés◼◻◻ kártérítés◼◻◻ jóvátétel◼◻◻ kártalanítás◼◻◻ újjáépítés◼◻◻ felépülés◼◻◻ restaurálás◼◻◻ |
αποκατάσταση (ανάπλαση) τοπίου | |
αποκατάσταση γαιών (του εδάφους) | |
αποκατάσταση γαιών (του εδάφους) σε ορεινές περιοχές | |
αποκατάσταση κτηρίου | |
αποκατάσταση της πανίδας | |
αποκατάσταση της χλωρίδας | |
αποκατάσταση χώρου εξόρυξης | |
αποκατάσταση/επανόρθωση | |
αποκάτω | alatt◼◼◼ |