ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εγγλέζος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Εγγλέζος

angliai

Άγγλος (Ánglos) , Εγγλέζος (Englézos, 'common')

angol