ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διαπνοή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διαπνοή

transzspiráció

εξαερωτική εξίδρωση/εξατμισ(ι)οδιαπνοή

evapotranszspiráció