ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
δεν έχει | nem◼◼◼ nincs◼◼◻ |
δεν έχει αρκετό χώρο, (pl. ülő-) η θέση | |
δεν έχει βρέξει εδώ και ένα διβδόμαδο | |
δεν έχει καλό σήμα | |
δεν έχει σημασία | |
δεν έχει ωραία γεύση | |
αυτό δεν έχει κανένα νόημα! | |
αυτό δεν έχει σημασία | |
συγγνώμη δεν έχει μείνει τίποτα | |
το μήνα που δεν έχει Σάββατο |