ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αποφεύγω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αποφεύγω

felad

kerül

tagad

αποφεύγω (αποφύγω)

elkerül

(vmt) αποφεύγω (αποφύγω), (vmennyibe) κάνω, κοστίζω (-σω), στοιχίζω (-σω):

kerül