ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αμελώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αμελώ

elhanyagolás

παραμελώ

elhanyagolás

παραμελώ (-ήσω)

elhanyagol